- βασκανία
- -ας + ἡ N 1 0-0-0-0-3=3 4 Mc 1,26; 2,15; Wis 4,12malign influence, witchcraft, evil eye Wis 4,12; envy 4 Mc 1,26
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
βασκανία — βασκανίᾱ , βασκανία malign influence fem nom/voc/acc dual βασκανίᾱ , βασκανία malign influence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίᾳ — βασκανίαι , βασκανία malign influence fem nom/voc pl βασκανίᾱͅ , βασκανία malign influence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… … Dictionary of Greek
βασκανία — η το βάσκαμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βασκάνια — βασκάνιον charm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίας — βασκανίᾱς , βασκανία malign influence fem acc pl βασκανίᾱς , βασκανία malign influence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίαι — βασκανία malign influence fem nom/voc pl βασκανίᾱͅ , βασκανία malign influence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίαν — βασκανίᾱν , βασκανία malign influence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Чары — • Βασκανία, род чары посредством взгляда или языка; особенно во вред детям или счастливым людям, также против скота и полевых плодов. Для уничтожения действия этой чары сплевывали троекратно или произносили известные формулы. Это… … Реальный словарь классических древностей
βασκανίαις — βασκανία malign influence fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βασκανίη — βασκανία malign influence fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)